Πράξεις… αθωωτικού περιεχομένου για τους τραπεζίτες από την κυβέρνηση
Στην ολοκλήρωση του σκανδάλου που ξεκίνησε με νόμο της τον περασμένο Νοέμβριο, που ουσιαστικά παραχωρεί ασυλία τους τραπεζίτες και επίορκα ανώτατα στελέχη των τραπεζών, προχώρησε η κυβέρνηση μέσω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που εξαιρεί την αναστολή του χρόνου προθεσμίας παραγραφής νόμιμων και δικονομικών προθεσμιών για τα μεγάλα τραπεζικά σκάνδαλα και συναφή αδικήματα που βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Όλα τα παραπάνω, εν μέσω πανδημίας και ενόσω για τις υπόλοιπες υποθέσεις ισχύει η παράταση ή αναβολή.
President of New Democracy political party Kyriakos Mitsotakis, meets with Bank officials, in Athens, Feb.18, 2019 / Συνάντηση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη με τραπεζίτες, στην Αθήνα, 18 Φεβρουαρίου, 2019
Με μία νέα Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου ολοκληρώνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τις μεθοδεύσεις για την πλήρη αθώωση και ασυλία των τραπεζιτών και των ανώτατων τραπεζικών στελεχών, καθώς εκμεταλλευόμενη την πανδημία, προσφέρει στις τράπεζες και τα στελέχη τους την ευκαιρία να απαλλαγούν από τις ανοιχτές υποθέσεις.
Υπενθυμίζεται πως τον περασμένο Νοέμβριο, η κυβέρνηση ψήφισε -στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα- την αποκλειστικά κατ’ έγκληση δίωξη τραπεζικών στελεχών, γεγονός που σημαίνει πως γίνεται αδύνατη η αυτεπάγγελτη εισαγγελική ποινική δίωξη για το αδίκημα της απιστίας.
Με το άρθρο 5 του νομοσχεδίου προβλέπεται πως η διάταξη του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα για την απιστία τροποποιείται, ώστε με νέο εδάφιο να ξεκαθαρίζεται πως «αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά τραπεζικού ιδρύματος η δίωξη ασκείται μόνο κατ’ έγκληση», καταφέρνοτας ουσιαστικά να παραβιάσει ωμά το άρθρο 4 του Συντάγματος, για την αρχή της ισότητας και της ισονομίας.
Όπως ισχυρίστηκε τότε ο υπουργός Τσιάρας, ο ίδιος και η κυβέρνηση και ο ίδιος «προβληματίστηκαν» για τη συγκεκριμένη απόφαση, αλλά την δέχτηκαν για να προχωρήσει «η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας» και της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας και να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια, ώστε να δοθεί το «φιλί της ζωής» σε όσες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Στην πράξη, η κυβέρνηση εξαίρεσε αποκλειστικά τους τραπεζίτες από αυτεπάγγελτες εισαγγελικές διώξεις, ενώ ακόμα και η πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, Άννα Ζαΐρη, εξέφρασε τη βούληση των εισαγγελέων να επανέλθει το αυτεπάγγελτο στο κακούργημα της απιστίας.
Στη συνέχεια, με την ΠΝΠ της 11ης Μαρτίου, η κυβέρνηση αποφάσισε την προσωρινή αναστολή λειτουργίας δικαστηρίων και εισαγγελιών. Όπως ανέφερε η απόφαση, «Προς τον σκοπό της αποφυγής κινδύνου εμφάνισης ή και διάδοσης κορονοϊού COVID-19 μπορεί να επιβληθεί το μέτρο της προσωρινής, μερικής ή ολικής, αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας…». Παράλληλα, η κυβέρνηση αποφάσισε πως κάθε συναφής και αναγκαία πρόβλεψη για τα ζητήματα αναστολής ή παρέκτασης δικονομικών προθεσμιών, αναστολής ή παράτασης παραγραφών, αναστολής διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης και διενέργειας πλειστηριασμών, παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, καθώς και για όλα τα λοιπά ζητήματα που αφορούν το καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας. Η ΠΝΠ κυρώθηκε με τον νόμο 4682/2020.
Τέλος, έχοντας νομοθετήσει όλα τα παραπάνω, η κυβέρνηση ήρθε με τη νέα ΠΝΠ και το άρθρο 46 με τίτλο «Προθεσμία δηλώσεων επιθυμίας προόδου εκκρεμών ποινικών διαδικασιών», και αποφάσισε:
Η αναστολή των προθεσμιών που προβλέπεται στις κοινές αποφάσεις των υπουργών Εθνικής Αμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκαν κατόπιν εξουσιοδότησης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 55), όπως αυτή κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α’ 76), δεν καταλαμβάνει την προθεσμία δηλώσεων επιθυμίας προόδου εκκρεμών ποινικών διαδικασιών, που είχαν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως, με αντικείμενο πράξεις που διώκονταν αυτεπαγγέλτως, για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση.
Αποτέλεσμα, η μη παράταση των προθεσμιών για έγκληση σε βάρος των τραπεζικών στελεχών, ακόμα και για τα αυτά που είχαν σχηματιστεί ποινικές δικογραφίες για κακουργήματα, να πάνε στο αρχείο, δίνοντας έτσι και τη «δικαιολογία» στις διοικήσεις των τραπεζών που ούτως ή άλλως είχαν αποφύγει να προσφύγουν στη δικαιοσύνη εναντίον στελεχών τους.