Οι Γερμανοί οργάνωσαν τους διωγμούς των Ελλήνων από το 1909: Διαχρονικά στο πλευρό της Τουρκίας
Δεν αγάπησε πρόσφατα η Γερμανία την Τουρκία. Αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια και ανατρέχει στις αρχές του 20ου αιώνα. Γερμανοί στρατιωτικοί οργάνωσαν τους διωγμούς και την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών σε Πόντο, Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία, από την εποχή της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στη συνέχεια οργάνωσαν τον στρατό των ατάκτων του Κεμάλ και τις επιθέσεις εναντίον των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης με τον Χίτλερ, λίγες ημέρες πριν την επίθεση των Ναζί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Τώρα βλέπουμε την Μέρκελ να δίνει μάχη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τόσο του Οκτωβρίου όσο και του Δεκεμβρίου, προκειμένου να μην υπάρξουν κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας, για τις επιθετικές της ενέργειες της σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ακολουθούν τα όσα έπραξαν οι Γερμανοί σε βάρος του ελληνισμού εδώ και 120 χρόνια. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το Wikipedia.
Οι Γερμανοί οργανώνουν τους διωγμούς των Ελλήνων από το 1909
Ο λόγος, που προκάλεσε τη γενοκτονία, ήταν και ο οικονομικός παράγοντας. Μεγάλο μέρος του εμπορίου και της βιομηχανίας είχε συγκεντρωθεί στα χέρια των Ελλήνων, γεγονός που αποτελούσε εμπόδιο στην επιδίωξη των Γερμανών να ολοκληρώσουν την οικονομική διείσδυση στην υπανάπτυκτη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Προς αυτό το σκοπό, προπαγανδιστικά φυλλάδια της Γερμανικής Τράπεζας Παλαιστίνης, το 1915, προέτρεπαν τους Τούρκους να μην έχουν καμία οικονομική σχέση με Έλληνες και Αρμένιους
Γερμανοί στρατιωτικοί υπέδειξαν τον εκτοπισμό των ελληνικών πληθυσμών της ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με σκοπό τη συστηματική μεθόδευση της μαζικής μεταφοράς χιλιάδων Ελλήνων, θεωρητικά για «στρατιωτικούς λόγους», που στην εφαρμογή του, αποσκοπούσε στη φυσική τους εξόντωση.
Προοίμιο αυτών των πολιτικών ήταν ο εμπορικός αποκλεισμός της περιόδου 1909-1911, ενώ τον Ιούλιο του 1913 εγκαθιδρύθηκε δικτατορία από το νεοτουρκικό κομιτάτο. Η έναρξη γενικευμένων διωγμών ξεκίνησε κατά τα τέλη του 1913, με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων,[13] ενώ αρχικός στόχος ήταν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης. Με την καθοδήγηση όμως Γερμανών συμβούλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, από τον Μάϊο του 1914, οι διώξεις επεκτάθηκαν επίσης και στη δυτική Μικρά Ασία.
Ο εκτοπισμός των Ελλήνων κατοίκων από αυτές τις περιοχές έγινε με το πρόσχημα της ασφάλειας των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Ελλάδα, με την παράλληλη υποστήριξη Γερμανών. Όμως το ελληνικό κράτος, εκείνη την εποχή, ήταν ουδέτερο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν γερμανόφιλος. Παρ’ όλα αυτά οι ελληνικές κοινότητες, ανεξαιρέτως, θεωρούνταν ύποπτες στις τουρκικές αρχές.
Τον Ιανουάριο του 1914 συνέβη το εξής παράδοξο: αρχηγός του τουρκικού επιτελείου στρατού ήταν ο στρατηγός Ζέλεντορφ, γενικός επιθεωρητής του στρατού ο Λίμαν φον Ζάντερς και άλλοι είκοσι ανώτατοι Γερμανοί αξιωματούχοι κατείχαν καίριες θέσεις στο στράτευμα!
Αυτοί οι στρατιωτικοί, επιθεωρώντας διάφορα στρατηγικά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Θράκη, στην Προποντίδα και στη Δυτική Μικρά Ασία, διαπίστωσαν την ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, που διέθεταν εντυπωσιακή οικονομική και πνευματική υπεροχή έναντι των συνοίκων Μουσουλμάνων..
Ο Λίμαν φον Ζάντερς εισηγήθηκε την εκδίωξη των Ελλήνων από τις περιοχές του 2ου και 3ου Σώματος Στρατού της Τουρκίας (Θράκη, Βιθυνία, Μυσία, Τρωάδα, Ιωνία), γιατί η ύπαρξη τόσου πλήθους Ελλήνων στις επαρχίες αυτές ήταν σοβαρό μειονέκτημα σε περίπτωση πολέμου. Εξάλλου αργότερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Γερμανός ναύαρχος Ούζεντομ δήλωνε απερίφραστα ότι «οι Γερμανοί υπέδειξαν στους Τούρκους την απομάκρυνση των Ελλήνων για στρατηγικούς λόγους».
Γενικώς οι Γερμανοί θεωρούσαν τους Έλληνες και τους Αρμένιους της Τουρκίας ως σοβαρό εμπόδιο στις βλέψεις τους και φραγμό στην πολιτική του Drang nach Osten. Γι’ αυτό πρότειναν πιεστικά την απομάκρυνση των συμπαγών ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών από τις εστίες τους.
Ο πρέσβης Βανγκενχάιμ, που αντιπαθούσε τρομερά τους Έλληνες, και ο φον Ζάντερς πασάς ζητούσαν επιμόνως από τους Νεότουρκους εκτοπισμό των Χριστιανών, γιατί τους θεωρούσαν υποστηρικτές της αγγλικής πολιτικής στην περιοχή, προωθητές των συμφερόντων της Εγκάρδιας Συνεννόησης και κατά συνέπεια εχθρούς της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας.
Σε διαταγή της Οθωμανικής Κυβέρνησης στις 14 Μαΐου 1914, η οποία διοχετεύτηκε στον ευρωπαϊκό τύπο, δίνονταν οδηγίες για τη διεξαγωγή του εκτοπισμού του ελληνικού πληθυσμού, ενώ υπενθύμιζαν ότι έπρεπε οι εκτοπισμένοι να υπογράψουν πιστοποιητικά ότι εγκαταλείπουν ηθελημένα τα σπίτια τους. Για τους εκτοπισμούς φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι εμπνευσμένες από Γερμανούς συμβούλους.
Ήδη από το τέλος του 1913 τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας είχε αναλάβει ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς. Ο τελευταίος θεώρησε ως επιτακτική ανάγκη την απομάκρυνση από τις περιοχές που γειτνιάζουν με την Ελλάδα, δηλαδή τα δυτικά μικρασιατικά παράλια, των ελληνικών πληθυσμών.
Η ζώνη που έπρεπε να εκκενωθεί από τους Έλληνες ξεκινούσε από την περιοχή του Αδραμύττιου, βόρεια, ως και απέναντι από τη Σάμο, ενώ συμπεριλάμβανε και μερικές δεκάδες χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα.
Η επιχείρηση της εκκένωσης εκδηλώθηκε συντονισμένα και ομοιόμορφα σε όλους τους οικισμούς. Αρχικά σημειώθηκε οργανωμένη ανθελληνική εκστρατεία στον τουρκικό τύπο και εντάθηκαν οι πιέσεις ώστε να προκληθεί εκούσια φυγή των ελληνικών πληθυσμών. Ταυτόχρονα, δίνονταν οπλισμός στον τουρκικό πληθυσμό, ενώ απαγορεύονταν η κατοχή όπλων στους Έλληνες.
Επίσης, δημιουργήθηκε πρόχειρη χωροφυλακή, αμιγώς από Τούρκους, για να αναλάβει την επιχείρηση της εκκένωση. Τελικά, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν προς την Ελλάδα, που δέχτηκε εκείνο το διάστημα το πρώτο κύμα προσφύγων, εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Ο συνολικός αριθμός των εκτοπισμένων από τη δυτική Μικρά Ασία (πριν εισέλθει η Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), σύμφωνα με στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν 153.890 Έλληνες, σε αυτή τη φάση των διωγμών. Το ελληνικό στοιχείο εκδιώχθηκε τότε κυρίως από την περιοχή της Ερυθραίας, το Αδραμύττιο, το Δικελί, την Πέργαμο και τη Φώκαια. Μάλιστα στη Φώκαια η επιχείρηση εκκένωσης, συνοδεύτηκε από ακρότητες και σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού.
Από την άλλη πλευρά, ο Ελληνισμός των μεγάλων αστικών κέντρων, Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης, δεν εκτοπίστηκε λόγω πρακτικών δυσκολιών που συναντούσε το εγχείρημα. Όμως δηλώσεις Οθωμανών αξιωματούχων προκαλούσαν ιδιαίτερο πανικό για το μέλλον των κοινοτήτων των αστικών αυτών κέντρων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός να τα εγκαταλείψει.
Παράλληλα, ο οικονομικός αποκλεισμός, οι διώξεις κατά συγκεκριμένων προσωπικοτήτων και η άρση των παλιών προνομίων των κοινοτήτων, δημιούργησαν κλίμα τρομοκρατίας, ενώ στις 22 Αυγούστου, πολιορκήθηκε το μητροπολιτικό μέγαρο στη Σμύρνη που τελικά κατέληξε στην εξορία του Μητροπολίτη Χρυσόστομου από τις οθωμανικές αρχές. Χαρακτηριστικό της εγκατάλειψης ήταν και η μείωση του αριθμού των μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κωνσταντινούπολης κατά 30%-40%.
Το σύμφωνο φιλίας με τον Χίτλερ
Μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, ο Τούρκος πρόεδρος Ισμέτ Ινονού ακολούθησε μια πολιτική ουδετερότητας, προσπαθώντας να αποφύγει την εμπλοκή της στον πόλεμο και ρωτήθηκε για παραδόσεις στρατιωτικού εξοπλισμού και από τις δύο πλευρές. Από την πλευρά της, η Ναζιστική Γερμανία προσπάθησε να σύρει την Τουρκία μακριά από τη Βρετανία, χρησιμοποιώντας διπλωματικές προσπάθειες.
Καθώς η Γερμανία ετοιμάζεται να εισβάλλει Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, τα γερμανικά στρατεύματα έφτασαν στα βουλγαρικά σύνορα, και ζήτησαν την άδεια να περάσουν από το έδαφός της. Την 1η Μαρτίου 1941, η Βουλγαρία υπέγραψε το Τριμερές Σύμφωνο, και έτσι είχε εντάχθηκε επίσημα στις δυνάμεις του Άξονα.
Στις 4 Μαρτίου 1941, ο Φραντς φον Πάπεν απέστειλε μια επιστολή από τον Αδόλφο Χίτλερ προς τον Ινονού. Στην επιστολή του, ο Χίτλερ έγραφε ότι δεν είχε αρχίσει πόλεμος και ότι δεν είχε πρόθεση να επιτεθεί στην Τουρκία. Τόνισε ακόμη ότι είχε διατάξει τα στρατεύματά του στη Βουλγαρία να μείνουν μακριά από τα τουρκικά σύνορα για να μην δημιουργούν ψευδείς εντυπώσεις με την παρουσίας τους. Ο Χίλερ προσέφερε σύμφωνο μη επίθεσης με την Τουρκία.
Στις 6 Απριλίου, τα στρατεύματα του Άξονα επιτέθηκαν κατά της Γιουγκοσλαβίας (στην Επιχείρηση 25) και της Ελλάδας (στην Επιχείρηση Μαρίτα) μέσω της Βουλγαρίας σε μια προσπάθεια να ασφαλίσει την νότια πλευρά. Η εισβολή στη Γιουγκοσλαβία πραγματοποιήθηκε στις 17 Απριλίου. Με αυτή την επιχείρηση η προσάρτηση και κατάληψη της περιοχής των Βαλκανίων από τις δυνάμεις του Άξονα ήταν πλήρης.
Ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που ξεκίνησε στις 1 Απριλίου του 1941 από τον Ρασίντ Αλί Αλ-Γκαϋλανί ανέτρεψε το καθεστώς του Ιράκ, το οποίο ήταν συμπαθητικό προς τη Βρετανία. Οι τέσσερις στρατηγοί που ηγήθηκαν της εξέγερσης εργάζονταν στενά με τους Γερμανούς, και η στρατιωτική βοήθεια από το Βερολίνο έγινε αποδεκτή.
Ο Χίτλερ ζήτησε από την Τουρκία άδεια να περάσει μέσα από τουρκικό έδαφος για να δώσει στο Ιράκ στρατιωτική βοήθεια. Η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε συνοριακές παραχωρήσεις από το Ιράκ σε απάντηση στο γερμανικό αίτημα.
Καθώς οι διαπραγματεύσεις λάμβαναν χώρα, οι Βρετανικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο Ιράκ. Από τις 18 Απριλίου έως τις 3 Ιουνίου, η Βρετανία αποκατέστησε το καθεστώς του Εμίρη Αμπντούλ-Ιλλάχ, αντιβασιλέας του τετράχρονου Βασιλέα Φαϊσάλ Β΄.
Στις 22 Ιουνίου 1941, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την υπογραφή του Γερμανο–Τουρκικού Συμφώνου Μη Επίθεσης, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση, στην Επιχείρηση “Μπαρμπαρόσα”, παραβιάζοντας το γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο Μη επίθεσης.
Η Μέρκελ στο πλευρό της Τουρκίας
Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και χαρακτήρισε «καλό σημάδι» το γεγονός ότι το ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis» επέστρεψε σε τουρκικό λιμάνι, σημειώνοντας παράλληλα «αλλά εξακολουθούμε να έχουμε μπροστά μας γεωτρητικές δραστηριότητες στην Κύπρο».
Μιλώντας σε τηλεδιάσκεψη με μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μέλη εθνικών Κοινοβουλίων των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της γερμανικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, η κ. Μέρκελ επισήμανε ότι «δυστυχώς η πρόοδος» σε ό,τι αφορά τις σχέσεις ΕΕ- Τουρκίας «δεν είναι τόσο άξια αναφοράς» όσο θα επιθυμούσαμε. «Διοχετεύσαμε πολλή προσπάθεια στις σχέσεις ΕΕ- Τουρκίας. Υπάρχει μια σειρά εμποδίων και δυσκολιών, πρόσθεσε.
Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις βουλευτών από την Ελλάδα και την Κύπρο, η καγκελάριος Μέρκελ ανέφερε ότι «η Τουρκία τα τελευταία χρόνια πήρε έναν δρόμο ο οποίος προκαλεί προβληματισμό, από την άποψη των αξιών μας, των πεποιθήσεών μας».
«Αυτά που συμβαίνουν στη Μεσόγειο, τόσο απέναντι στην Κύπρο -και στο θέμα της επανένωσης της Κύπρου- όσο και στο θέμα εξόρυξης ορυκτών υλών, έχουν έναν πολύ επιθετικό χαρακτήρα ή, θα έλεγα, έναν προκλητικό χαρακτήρα.
Από την άλλη, επισήμανε η καγκελάριος, «η Τουρκία είναι η χώρα που έχει δεχτεί μάλλον τους περισσότερους πρόσφυγες παγκοσμίως, λόγω της διένεξης στην Συρία, στην οποία συμμετείχαν και δυτικές χώρες». Πάνω από τρία εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες και σίγουρα ένα εκατομμύριο άλλοι πρόσφυγες ζουν στην Τουρκία, ανέφερε και εξέφρασε τον σεβασμό της για τις προσπάθειες της Τουρκίας σε αυτόν τον τομέα.
«Αν κοιτάξουμε πόσο δυσκολευόμαστε εμείς στην ΕΕ με τα ζητήματα της μετανάστευσης, τότε αξίζει στην Τουρκία μεγάλος σεβασμός για αυτά που κάνει σε αυτόν τον τομέα», είπε χαρακτηριστικά και κατέληξε: «Για αυτό είμαι υπέρ του να συνεχίσουμε να στηρίζουμε σε αυτό την Τουρκία, διότι σίγουρα είναι καλύτερα για τους πρόσφυγες να ζουν κοντά στην πατρίδα τους από ό,τι να ζουν σε διάφορα κράτη της ΕΕ. Εδώ έχουμε, όπως θεωρώ εγώ, μια υποχρέωση. Και ξέρουμε πόσο δυσκολευτήκαμε ήδη και στην Γερμανία στο να δεχτούμε έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων, τι συζητήσεις υπήρξαν για αυτό και καταλαβαίνω καλύτερα το τι προσπάθεια καταβάλλει η Τουρκία».
Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.