Σχεδόν 50 χρόνια η ίδια κοροϊδία για την ελληνική αμυντική βιομηχανία
Από τη δεκαετία του 1970 κάθε νέα κυβέρνηση επαναλαμβάνει φιλόδοξες εξαγγελίες, αλλά το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό
Μετά την ανάθεση συμβάσεων συνολικού ύψους 4 δισ. ευρώ (μαχητικά Rafale και κέντρο αεροπορικής εκπαίδευσης), που αφορούν οπλικά συστήματα και υπηρεσίες που θα χρησιμοποιηθούν από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις για τουλάχιστον δύο δεκαετίες και στις οποίες η εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή στην προμήθεια, στη συντήρηση και την υποστήριξή τους είναι σχεδόν μηδενική, η κυβέρνηση φαίνεται να αποφάσισε να στρέψει την προσοχή της στην αμυντική βιομηχανική και τεχνολογική βάση της χώρας, θέτοντας φιλόδοξους στόχους.
«Το 30% της επένδυσης στο πρόγραμμα των φρεγατών πρέπει να μείνει στη χώρα μας» δήλωσε ο Θάνος Ντόκος, σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του πρωθυπουργού, κατά
την ομιλία του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Μάλιστα, προσδιόρισε το ποσό σε 1,5 δισ. ευρώ και εκτίμησε ότι «θα δώσει μία μεγάλη ανάσα στη χώρα και ώθηση στην αμυντική βιομηχανία».
Οι δηλώσεις Ντόκου έπονται των ατυχέστατων δηλώσεων του υπουργού Εθνικής Αμυνας σε πρόσφατη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Αμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων επί θεμάτων της εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας. «Δεν αγαπάς την αμυντική βιομηχανία με θεωρητικά μανιφέστα τύπου εθνικής βιομηχανικής στρατηγικής» δήλωσε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Όπως εξήγησε, «καλή η βιομηχανική στρατηγική, αλλά τον Ιούλιο του 2019 τα ΕΑΣ δεν είχαν να πληρώσουν τρέχοντες μισθούς και έπρεπε να κάνουμε πολλά για να το καταφέρουμε».
Βάσει ποιας λογικής ένα θεσμικό κείμενο γενικών αρχών και κατευθύνσεων, όπως η Εθνική Αμυντική και Βιομηχανική Στρατηγική (ΕΑΒΣ), πρέπει να αντιμετωπίζει και τις συνέπειες των πράξεων των διορισμένων από την εκάστοτε κυβέρνηση διοικήσεων των κρατικών εταιριών είναι ένα ζήτημα το οποίο ο υπουργός δεν σχολίασε.
Σε κάθε περίπτωση, έπειτα από δύο έτη στον υπουργικό θώκο, εφόσον θεωρεί ότι η ΕΑΒΣ είναι ελλειμματική, μπορεί να την τροποποιήσει ή να την αντικαταστήσει, αλλά η απαξίωσή της στερείται βάσης. Από τη δεκαετία του 1970, όταν άρχισαν να τίθενται οι βάσεις της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, κάθε νέα κυβέρνηση επαναλαμβάνει φιλόδοξες εξαγγελίες και δηλώσεις προθέσεων, αλλά διαχρονικά το πρακτικό αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό.
Η εξασφάλιση υψηλού ποσοστού εγχώριας συμμετοχής στα εξοπλιστικά προγράμματα των Ενόπλων Δυνάμεων δεν επιτυγχάνεται με γενικόλογες εξαγγελίες, αλλά απαιτεί
στρατηγικό σχεδιασμό, γνώση, συστηματική μελέτη και ανάλυση του εγχώριου αλλά και του διεθνούς περιβάλλοντος, επιλογή των βιομηχανικών / τεχνολογικών τομέων όπου θα αποδοθεί έμφαση, δημιουργία των κατάλληλων διαδικασιών και δομών. Ισως οι συνθήκες
έχουν ωριμάσει για τη δημιουργία υφυπουργείου ή γενικής γραμματείας Αμυντικής Βιομηχανίας, επιλογή που έχει ακολουθήσει η Τουρκία και εκ του αποτελέσματος κρίνεται
επιτυχημένη.
Πιστώσεις για έρευνα και ανάπτυξη
Κρίσιμη είναι η διάθεση των αναγκαίων πιστώσεων για εγχώρια έρευνα και ανάπτυξη, καθώς μέσω αυτής μπορεί να επιτευχθεί η σύζευξη των επιχειρησιακών απαιτήσεων των Ενόπλων Δυνάμεων, της βιομηχανίας και του τεχνολογικού δυναμικού της χώρας. Δυστυχώς, ενώ υφίσταται η πρόβλεψη για διάθεση του 1% της αξίας των εξοπλιστικών προγραμμάτων στην έρευνα και ανάπτυξη, αυτή δεν εφαρμόζεται.
Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε (εκ νέου) τον τροχό. Οι αντικειμενικοί σκοποί πρέπει να είναι η δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών» σε επιλεγμένους βιομηχανικούς – τεχνολογικούς τομείς με σκοπό την απόκτηση δυνατότητας σχεδίασης και ανάπτυξης ανταγωνιστικών προϊόντων για την εγχώρια και τη διεθνή αγορά, τη διασφάλιση, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, της ασφάλειας εφοδιασμού των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, τη με αξιώσεις διεκδίκηση σημαίνουσας θέσης στην εφοδιαστική αλυσίδα των μεγάλων οίκων που κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά, την ισότιμη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά και πολυεθνικά προγράμματα και την αξιοποίηση προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (EDA) και γενικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.